Μαιάδι

Μαιάδι
Μαιάς
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαιάδι — μαιάς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαιάς — μαιάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που αναφέρεται στην τέχνη τής μαίας, μαμμική, μαιευτική («ἐκοίμισε μαιάδι τέχνῃ», Νόνν.) 2. ως κύριο όν. ἡ Μαιάς η μητέρα τού Ερμού, η Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα άς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”